- τρωγλοδύται
- τρωγλοδύτηςone who creeps into holesmasc nom/voc plτρωγλοδύτᾱͅ , τρωγλοδύτηςone who creeps into holesmasc dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τρωγλοδύτης — ο, ΝΑ 1. (στον πληθ. ως κύριον όν.) οι Τρωγλοδύτες και Τρωγλοδύται ονομασία που έδωσαν αρχαίοι συγγραφείς σε πρωτόγονους λαούς τής Αιθιοπίας, τής εσωτερικής Λιβύης, τού Καυκάσου, τής Σκυθίας κ.ά. οι οποίοι κατοικούσαν σε σπήλαια ή σε σκαπτές… … Dictionary of Greek
ТРОГЛОДИТЫ — • Troglodўtae, Τρωγλοδύται, т. е. пещерники; название нескольких племен, находившихся на низкой ступени культуры и живших в разные местах, напр., внутри Ливии, на Кавказе, в Месии. Преимущественно же это название относилось к… … Реальный словарь классических древностей
BARBARIA — Africae quam in quatuor partes Neoterici scriptores distinguunt, pars praecipua et prima est. Ab ortu habet Marmaricae (quae hodie Barcha dicitur) deserta, ad montis usque Atlantis partem Meies appellatam, quae pars a Strabone forte sub nomine… … Hofmann J. Lexicon universale
REPTILIA in cibis — apud Herodotum, l. 1. c. 183. Σιτέονται οἱ Τρωγλοδύται ὅφις καὶ ςαύρους καὶ τὰ τοιαῦτα τῶ ἑρπετῶν, Vescuntur Troglodytae serpentibus lacertisque et istiusmodi reptilibus. Sic in Plin. l. 6. c. 29. Candaei, quos Ophiophiagos vocant, serpentibus… … Hofmann J. Lexicon universale
Τρωγλοδύτες — Άνθρωποι που ζούσαν την προϊστορική περίοδο, αλλά και σήμερα σε αρκετές περιπτώσεις, σε φυσικά κοιλώματα. Τ. ονόμαζαν και στην αρχαία εποχή λαούς με κατώτερη ανάπτυξη που ζούσαν σε τρώγλες. Ο Ηρόδοτος (Δ 183) αναφέρει τα εξής για τους τ. Αιθίοπες … Dictionary of Greek
Τρωγοδύται — οἱ, Α οι Τρωγλοδύτες. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. Τρωγλοδύται, χωρίς να είναι δυνατόν να εξακριβωθεί ποιος από τους δύο τ. είναι ο αρχικός] … Dictionary of Greek